- προσαναφεύγω
- Αμετατοπίζομαι ή εκτοπίζομαι, αποσύρομαι ή αποχωρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναφεύγω «φεύγω προς τα πάνω, διαφεύγω, ξεφεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek